Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κατὰ τὸ στέρνον

См. также в других словарях:

  • στέρνο — το / στέρνον, ΝΜΑ 1. το πρόσθιο μέρος τού θώρακα, το στήθος («παίει κατὰ τὸ στέρνον καὶ τιτρώσκει διὰ τοῡ θώρακος», Ξεν.) 2. πλατύ επίμηκες και μονοφυές οστό που καταλαμβάνει τη μεσότητα τής εμπρόσθιας μοίρας τού θώρακα και με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • αμφίστερνος — ἀμφίστερνος, ον (Α) αυτός που έχει διπλό στέρνο. Κατά τον Ησύχ. «ἀμφίστερνον δεινόν». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + στερνος < στέρνον] …   Dictionary of Greek

  • μαλάζω — και μαλάσσω (AM μαλάσσω, Α αττ. τ. μαλάττω) 1. κάνω κάτι μαλακό τρίβοντάς το με το χέρι ή με μηχανή 2. (σχετικά με μέταλλο) καθιστώ επεξεργάσιμο, μαλακώνω («ὁ σίδηρος ἐν τῷ πυρὶ μαλασσόμενος αὖθις ὑπὸ ψυχροῡ πυκνοῡται», Πλούτ.) 3. καταπραΰνω,… …   Dictionary of Greek

  • ποικιλόστερνος — ον, Α (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) μτφ. αυτός που σκέπτεται ή μηχανεύεται ποικίλα πράγματα, ποικιλομήτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + στερνος (< στέρνον), πρβλ. ευρύ στερνος] …   Dictionary of Greek

  • στένιον — Α (κατά τον Ησύχ.) «στῆθος». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τους τ. στέρνον και στέρνιον] …   Dictionary of Greek

  • στέρνιξ — ικος, ἡ, Α (κατά τόν Ησύχ.) «ἐντεριώνη». [ΕΤΥΜΟΛ. < στέρνον + επίθημα ιξ (πρβλ. χόλ ιξ, ῥῆν ιξ)] …   Dictionary of Greek

  • στερνίδιο — το / στερνίδιον, ΝΑ νεοελλ. συν. στον πληθ. τα στερνίδια ανατ. τα κατά την εμβρυϊκή ηλικία ενωμένα με χόνδρο οστά τού στέρνου, από τα οποία, όταν συγκολλούνται, σχηματίζεται το στέρνο αρχ. 1. (ως υποκορ.) μικρό στέρνο 2. προστερνίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • στερνίτης — ο, ΝΑ και θηλ. στερνῖτις, ίτιδος, Α νεοελλ. 1. ζωολ. κοιλιακό τμήμα τών μεταμερικών σωματικών δακτύλων τού χιτινώδους περιβλήματος τών αρθροπόδων 2. φρ. α) «στερνίτης μυς» ανατ. υποτυπώδης μυς που εκφύεται από τη θωρακική περιτονία και καταφύεται …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»